- στηθούχος
- ο, Νναυτ. σχοινί με το οποίο ανέλκεται το στήθος τών τετράγωνων ιστίων, κν. πικάγιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + -ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πικάγιο — το, Ν ναυτ. σχοινί με το οποίο ανέλκεται το στήθος τών τετράγωνων ιστίων, ο στηθούχος … Dictionary of Greek
στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek